- άντλος
- ἄντλος, ο κ. ἄντλον, το (Α)1. αμπάρι πλοίου2. το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου3. μτφ. συσσώρευση δεινών, δυσχερειών4. η θάλασσα5. φρ. «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» — ρίχνω στη θάλασσα, εξαφανίζω6. κάδος, κουβάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ἄντλος < *ἅν-τλος, με ψίλωση < *ἅμ-θλος, με ανομοίωση του δασέος και αφομοίωση του -μ- σε -ν-, ενώ το επίθημα -τλος < -θλος, με ανομοίωση. Η σύνδεση με το *ἅμθλος επιτρέπει τη σύγκριση με λιθ. semiu «αντλώ», (χεττ. han «αντλώ νερό», αρχ. αμώμαι* (II), λατ. sentina. Ο τ. άντλος χρησιμοποιείται αρχικά ως ναυτικός όρος για να προσδιορίσει το «εσωτερικό κοίλο του πλοίου» αλλά και το «νερό που συγκεντρώνεται στο αμπάρι πλοίου». Μτφ. σημαίνει «τον σωρό σταριού που δεν έχει ακόμη λιχνιστεί», ενώ στον Ησύχ. απαντά η φρ. ἄντλον δέχεσθαι «κάνω νερά». Το ουδ. ἄντλον μαρτυρείται ήδη στη Μυκην. ως όνομα δοχείου.ΠΑΡ. αντλία, αντλώ.ΣΥΝΘ. αρχ. αντλίαν -τλητήρ].
Dictionary of Greek. 2013.